απίστωτος

απίστωτος
-η, -ο
αυτός στον οποίο δε δόθηκε ή για τον οποίο δε γράφηκε πίστωση: Η μερίδα του στα βιβλία είχε μείνει απίστωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απίστωτος — η, ο αυτός στον οποίο δεν έχει δοθεί πίστωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”